τιτλώ

τιτλώ
-όω, ΜΑ [τίτλος]
τιτλοφορώ
μσν.
(νομ.) επιδικάζω κάτι στο δημόσιο ταμείο («τοὺς διαφέροντας αὐτοῑς... οἴκους ἐτίτλωσεν», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
(ιδίως σχετικά με δούλο) στιγματίζω το σώμα κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τίτλῳ — τίτλος titulus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτίτλωσις — ἐπιτίτλωσις, ἡ (Α) τίτλος, ονομασία που δίδεται σε δημόσια γραφή* (μήνυση) ή ιδιωτική γραφή (καταγγελία) για ένα ποινικό αδίκημα, ονομασία τής κατηγορίας, τού κατηγορητηρίου (α. «γραφή ἀγαμίου» β. «γραφή λειποστρατίου» κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • προτιτλώ — όω, Μ βάζω τίτλο σε βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτλῶ «τιτλοφορώ»] …   Dictionary of Greek

  • τίτλωμα — ώματος, τὸ, Μ [τιτλῶ] επιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”